Θα σου μιλώ ώσπου να φέξει

2016 

~~~

Η τρίτη μου συνάντηση με την Έλλη Αλεξίου στο Μουσείο Τυπογραφίας 


Στέλλα Αλιγιζάκη, φιλόλογος – ιστορικός 

Κατά τα τέλη της δεκαετίας του ΄70, μαθήτρια τότε λυκείου, συνάντησα για πρώτη φορά την Έλλη Αλεξίου. Η γνωστή συγγραφέας είχε έρθει στην πόλη μας, στα Χανιά, για μια διάλεξη. Το περιεχόμενο της ομιλίας δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως καλά πως στο τέλος περίμενα να τη ρωτήσω για τη σχέση του Κώστα Βάρναλη με το Νίκο Καζαντζάκη. Είχα διαβάσει για τη δική της σχέση και με τους δύο και ήθελα να μάθω άλλες λεπτομέρειες από τη ζωή των ανθρώπων που στη δική μου σκέψη φάνταζαν «μυθικοί ήρωες» των ελληνικών γραμμάτων αλλά και τολμηροί πρωτοπόροι σε πολιτικές - ιδεολογικές αναζητήσεις , που τότε με συγκινούσαν για πρώτη φορά. 
Η δεύτερη συνάντησή μου μαζί της ήταν στα φοιτητικά μου χρόνια, δεκαετία του ΄80 πια. Η Πανσπουδαστική της Φιλοσοφικής Αθηνών την είχε καλέσει να μας μιλήσει για τα βιβλία και για τις εμπειρίες της. Σε γηραιά ηλικία , με μεγάλες δυσκολίες κίνησης, αλλά με τη φλόγα του ανθρώπου που αισθανόταν ότι επιτέλεσε το χρέος του. Αποκαλυπτικές αφηγήσεις, συγκινησιακά φορτισμένος λόγος, εξομολογητική διάθεση, αποκαλυπτική του ευαίσθητου ψυχισμού αλλά και της μακράς παιδαγωγικής εμπειρίας μιας γυναίκας που γνώριζε πώς να επικοινωνήσει με τους νέους ανθρώπους. Τα λόγια της εύκολα έβρισκαν ανοιχτά αυτιά αλλά και ανοιχτές καρδιές στις φοιτητικές συντροφιές της εποχής, καθώς τότε λίγα αντικειμενικά δείγματα μπορούσαν να θέτουν σε αμφισβήτηση τις βασικές αρχές, που νοηματοδότησαν τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους και η Έλλη Αλεξίου.
Η τρίτη μου συνάντηση πραγματοποιήθηκε – αναπάντεχα, θάλεγα - αυτές τις μέρες στο Μουσείο Τυπογραφίας. Μία λιτή θεατρική παράσταση ανεβασμένη σε χώρο οικείο και φιλόξενο, έδωσε φως στην εικόνα και στην ψυχή της "ιδανικής πρέσβειρας της Κρήτης", όπως έχει χαρακτηριστεί. Η παράσταση στηριζόταν στο θεατρικό μονόπρακτο της Μαρινέλλας Βλαχάκη "Θα σου μιλώ ώσπου να φέξει", το οποίο είδε το φως της δημοσιότητας και από μία καλαίσθητη έκδοση των « Χανιώτικων Νέων». Η συγγραφέας , θεματοφύλακας οικογενειακών βιωμάτων και ιερών αγωνιστικών παρακαταθηκών ανθρώπων που έζησαν με την Έλλη Αλεξίου στο Παρίσι, όπως ήταν οι γονείς της, ζωντανεύει στη θεατρική σκηνή την αξέχαστη συγγραφέα και παιδαγωγό, ως αδελφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη, ως γόνο μιας ιστορικής πνευματικής οικογένειας της Κρήτης, ως ενεργού μέλους μιας θρυλικής συντροφιάς Ελλήνων διανοουμένων, ως ενεργού πολιτικού όντος με αριστερές ιδεολογικές αρχές.
Το έργο αναδεικνύει ευαίσθητες ανθρώπινες πλευρές , αναδίδει τη χαρά της επικοινωνίας που χαρακτήριζε την προσωπικότητα της βασικής ηρωίδας του . Το μέσο της εποχής και ο καμβάς του θεατρικού λόγου, η σωζόμενη αλληλογραφία. Οι επιστολές αποτελούν θύρα εισόδου στον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας, αλλά και της διακεκριμένης στον κόσμο των γραμμάτων αδελφής της. Έχουν γραφτεί κείμενα για την εμμονή της Αλεξίου στην αλληλογραφία, εξηγούμενη ίσως και από τη μακρόχρονη ηθελημένη ή όχι ανάλογα με τις εποχές αυτοεξορία της από την πατρίδα της. Είναι γνωστό ότι έζησε και δίδαξε 17 χρόνια στο εξωτερικό, ενώ η παιδαγωγική της δράση αριθμεί 25 χρόνια στην Ελλάδα. 
Η θεατρική παρουσίαση στηρίχτηκε σε σοφά επιλεγμένα μνημεία του λόγου - σήμερα πια - ιστορικές πηγές ικανές να ανασυνθέσουν ένα αχνό αλλά ηρωικό στο βάθος του παρελθόν...Κείμενα αυθεντικά, λόγος άμεσος, αισθαντικός, αποκαλυπτικός ζωντανεύει στη σκηνή όλα τα μυθικά «τέρατα» της μεσοπολεμικής λογοτεχνικής γενιάς της «Δεξαμενής». Βαρύτερη η σκιά του Καζαντζάκη, με τις πολλές αντιφάσεις της προσωπικότητας και της μεγαλοσύνης του πνεύματος του. Έτσι θυμήθηκα τις ερωτήσεις μου στην πρώτη συνάντησή μου με την ‘Ελλη Αλεξίου και –τολμώ να πω – αφουγκράστηκα από το θεατρικό λόγο αναπάντεχα αρμόζουσες απαντήσεις . Οι προσωπικές αφηγηματικές μνήμες της συγγραφέως και πρωταγωνίστριας του θεατρικού μονόπρακτου συμπληρώνουν και σκιαγραφούν αποκαλυπτικά την κύρια ηρωίδα, τη γυναίκα με τη διαπολιτισμική εμπειρία, τη γυναίκα που ως βασική αρχή όχι μόνο των λογοτεχνικών μηνυμάτων της αλλά και της ζωής της πρόβαλε την κατανόηση και την αλληλεγγύη για το συνάνθρωπο.
Κινήθηκε στις προδιαγραφές της γενιάς της, θα έλεγε κάποιος. Η οικογένεια και τα βιώματα καθόρισαν την πορεία της. Από μία άποψη ίσως αυτό συνδέει και τη Μαρινέλλα Βλαχάκη, γνωστή για το λογοτεχνικό της έργο επίσης στη μεταπολεμική ελληνική γραμματεία, με την Έλλη Αλεξίου : η δύναμη των παιδικών καθοδηγήσεων και της γονεϊκής επιρροής, της προσωπικής ευαισθησίας, καθώς και της πίστης σε διαχρονικές πανανθρώπινες αξίες. Γιατί βέβαια η συνάντησή τους στο θεατρικό πεδίο δεν είναι συγκυριακή ούτε εφήμερη, γι’ αυτό είναι πειστική και ειλικρινής. 
Η παράσταση με το διακριτικό φωτισμό της, την ωραία μουσική, τις λίγες φωτεινές εικόνες που υποκαθιστούν το αναμενόμενο σκηνικό, αποτελεί μιαν αποκαλυπτική διείσδυση στα αποσιωπώμενα και στα άρρητα όχι μόνο της Έλλης αλλά και της εποχής των "πέτρινων χρόνων" της μεταπολεμικής Ελλάδας. Με την υποκριτική αρτιότητα όσων συμμετέχουν αναδεικνύονται οι σκληροί αγώνες της μικρής ζωής των επί μέρους ηρώων, που αντιπροσωπεύουν τους μεγάλους αγώνες μιας γενιάς που μαχόταν και ονειρευόταν εκ πεποιθήσεως. 
Όπως μπορούμε να ευγνωμονούμε το Βάσο Δασκαλάκη που «εξανάγκασε» την Έλλη να μπει στη χορεία των ελληνικών γραμμάτων, για να εμπλουτίσει τελικά ολόκληρη την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, αφού έχουν μεταφραστεί έργα της σε πολλές ξένες γλώσσες, τουλάχιστον ευχαριστίες οφείλουμε στη Μαρινέλλα Βλαχάκη και στους συντελεστές της παράστασης για την κρίσιμη υπόμνηση των μηνυμάτων αυτών στις δύσκολες μέρες μας. 
Υπό το πρίσμα των νέων φώτων της ιστορικής και πολιτικής εμπειρίας αλλά και της βιούμενης πραγματικότητας αλλάζει η απόχρωση των άλλοτε εμπνευσμένων πολιτικών ιδεολογιών. Σήμερα πολλά από τα κοσμοθεωρητικά οράματα της μεταπολεμικής εποχής έχουν αλλοιωθεί. Αυτό όμως δεν επηρεάζει τις διαχρονικές αξίες που πρόβαλαν: την πανανθρώπινη αλληλεγγύη, την ισότητα το όραμα ενός καλύτερου κόσμου. Αυτό είναι και το μήνυμα, ίσως, της παράστασης.
«Μη με ξεχνάς σε έχω ανάγκη» έλεγε η Γαλάτεια προς την αδελφή της. Αυτή μπορεί να είναι σήμερα η έκκληση όλων των θυμάτων των κοινωνικών αδικιών, των ανισοτήτων και των κατατρεγμών των δικών μας ημερών. Έκκληση και υπόμνηση μαζί του χρέους του ανθρώπου της κάθε εποχής.

~~~

09-04-2016 | γράφει η Καλλιόπη Κωτσάκη




~~~

 "Χανιώτικα Νέα" Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016 

γράφει ο δάσκαλος- λαογράφος Σταμάτης Αποστολάκης

Εχουμε μπροστά μας το βιβλίο της κας Μαρινέλλας Βλαχάκη: “Θα σου μιλώ, ώσπου να φέξει”. Θεατρικό μονόπρακτο, έκδοση ιδιαίτερα ευπαρουσίαστη, της εφημερίδας μας “Χανιώτικα νέα”, σε σχ. 19,5Χ19,5 και σελίδες: 60, πλούσια εικονογραφημένη! Είναι, το πλήρες κείμενο της ομώνυμης παράστασης που ως γνωστόν σκηνοθετήθηκε από την ίδια τη δημιουργό του, με απέραντη ευαισθησία και Τέχνη! Διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε το Προλογικό: “Κιβωτός μνήμης”, των σ. 9-19 και δε λέει να κατασιγάσει ο θαυμασμός μας, η εκτίμησή μας για τους γύρω μας πνευματικούς, ευαίσθητους, καλλιεργημένους, αθόρυβους, συνανθρώπους μας, σαν όπως η κα Μαρινέλλα Βλαχάκη! Και κείνα τα πολύτιμα αυτόγραφα, που απολαμβάνει ο αναγνώστης του έργου αυτού είναι θησαυροί, κειμήλια οικογενειακά της κατόχου των! Μελετώντας προσεκτικά το θεατρικό κείμενο, σ. 22-45, χαίρεσαι τον εμπνευσμένο ποιητικό του λόγο, βιώνεις τα γεγονότα, ζεις με τα πραγματικά πρόσωπα του έργου, τα οποία τόσον μεθοδικά μας συστήνει η κα Βλαχάκη, στις σ. 46-54 του βιβλίου της, μεσ’ από διαλεχτά κείμενα του αξέχαστου, του χαρισματικού λογοτέχνη Γιώργη Μανουσάκη και της εκλεκτής συντρόφου του, φιλολόγου κας Αγγελικής Καραθανάση τις επιλογές! Ενδιαφέρουσες και οι τελευταίες (σ. 55-58) σελίδες του έργου με τα απαραίτητα βιογραφικά των συντελεστών της παράστασης. Τελικά, η κα Μαρινέλλα και με το έργο της αυτό, τιμά πρώτιστα τ’ όνομά της, τον τόπο της, τα Χανιά μας, το λειτούργημά της! Παρακολουθούμε δε και διαπιστώνουμε, ότι: σε κάθε νέα της προσφορά – θεατρική παράσταση, από το 2001 ως τα σήμερα, μας κατασυγκινεί με την ευαισθησία και την ποιότητα της δουλειάς της. Οι ευχές μας ολόψυχες! Και στα “Χανιώτικα νέα” μας, θερμά, θερμότατα τα συγχαρητήριά μας για την έκδοσή τους αυτή! Χαλάλι, ακόμη κι αν έγινε από το υστέρημά σας, γιατί τ’ αξίζει. Πάντα άξιοι!